- πιδακώδης
- -ες, Α[πίδαξ, -ακος]1. πιδακόεις*, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.)2. φρ. «πιδακώδης σάρξ»(για τους μαστούς τής γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιδακώδη — πῑδακώδη , πιδακώδης full of springs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑδακώδη , πιδακώδης full of springs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῑδακώδη , πιδακώδης full of springs masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδακώδεις — πῑδακώδεις , πιδακώδης full of springs masc/fem acc pl πῑδακώδεις , πιδακώδης full of springs masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδακώδους — πῑδακώδους , πιδακώδης full of springs masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)